ἔστιν οὖν

Κάπως έτσι καίγεται ένας άνθρωπος

από ένα αίτημα ανελέητο

μιαν αποτυχία στη μετάφραση

μια συνάντηση μισή

Κάπως έτσι διαλύεται ένας άνθρωπος

από μια πολυτελή, θα πεις, ευαισθησία

μιαν αμετάκλητη απόρριψη

μια συνεννόηση λειψή

Κάπως έτσι πεθαίνει ένας άνθρωπος

από έναν αναπότρεπτο αυτοτραυματισμό

μια ταύτιση αγιάτρευτη

μιαν επανάληψη στερνή

* *

© Πουπερμίνα_www.technischerbleistift.blogspot.com

MONOCHROME AWARDS:  1ST PLACE WINNER : STREET PHOTOGRAPHER OF THE YEAR 2019 >>
On rural street by Wei Chang Kuo

φ ρ ο υ δ

σε ανατολής ορμή ενάντια

νωχέλεια με ρουφάει το ηλιοβασίλεμα·

Ω, δύει, ως κάποτε έδυσε αθόρυβα

η α γ ά π η σ ο υ

κι εγώ ρεμβάζω ειρηνικά

μα όπως απέναντι θωρώ,

(χάσμα ανάμεσα πελάγου)

και πάλι την προσμένω

ν’ α ν α τ ε ί λ ε ι

-ζωοδότρα, αυξητικά θερμή

πλανεύτρα,  γιατρικιά-

βαθιά στη μόνη βεβαιότητα πως

ο ή λ ι ο ς 

δε με πρόδωσε ποτέ

painting by Georgia O’ Keef

Σαλπάρει η τσαγιέρα απλά

Αργά το απομεσήμερο με κορεσμένη τη ζέστη φόρεσε τη μαλακή γόμα και σφυρίζοντας φάλτσα ξανοίχτηκε στ’ άσφαλτα.
Πίσω στο τριάρι οι κράσεις είχανε ζευγαρώσει παράταιρες κι οκνές. Στη τζέπη την έκαιγε η νέα φόρμουλα κλωγμού ενός στίχου.
Στον πλανόδιο της κλειστής στροφής αγόρασε μιαν ιδρωμένη γερμανικιά φραντζόλα από κείνες που η γλώσσα τις ακούει για κορμί.
Πιο κάτω δεν πρόσεξε, όπως την τύλιξαν τα μελιτζανιά της πλατείας Βικτωρίας. Ας είναι, ίσως να βρει τον τρόπο να ξεπλυθεί στην aqua του πηλού, μισοσκέφτηκε.

Η σιωπή ως ηχείο διαιώνιζε το στιγμιαίο.

Θα λιώσουν τα λάστιχα απόψε, ψιθύρισε, σαν την καμάρωσε, ο Βαρνάβας στη γρίλια, πριν διαλυθεί μεσ’ τις τολύπες της πεισματάρας λύπης του.
Το τσάι κρύωσε και σφάλισε.


[Σαλπάρει η τσαγιέρα απλά,
Μηχανικό Μολύβι, Ιούλης 2022]
(Artwork by Andrea and John Gill)

Tango Tonga

the volcanic eruption in Tonga by Japan’s Himawari 8 satellite  [NICT/ handout via AFP]


Δέκα το βράδυ στη ζώνη

της ανατολικής Ευρώπης

ώρα κοινή στο Βόλο, τη Γιουβάσκουλα, την Οδησσό 

κείνο το Σάββατο άλλαξε άξαφνα η πίεση·

φιλοπερίεργα όργανα μετεωρολογικών σταθμών

έσπευσαν να καταγράψουν τη διακύμανση

μα και η ίδια όσο να ‘ναι ένα φτερούγισμα 

το ένιωσε στα σπλάχνα

λήγει όπου να ‘ναι ενός βέλους 

η σταλία της ανάμνησης,

στοχάστηκε και τίμημα ετοιμάστηκε

στο εξής ανάλογα βαρύ να καταβάλλει

τσουνάμι, λάβα, τέφρας στρώματα, όλα  

παρέμειναν στης γης το άλλο μάγουλο,

σε πολιτεία που ξένοι ονομάσαν Nuku’alofa 

εδώ αντίθετα στα μέρη τους  

μοναχά οι σκέψεις ανταριάσαν

κι αν δυο αρνήσεις κάνουν μια κατάφαση, 

(το επανέλαβε), ποια, άραγες, παλληκαριά 

δύο εκατέρωθεν δειλίες 

να ‘χε τη δύναμη ν’ αναστρέψει;

εδώ, λοιπόν, καμία δεν έλαβε χώρα έκρηξη

το μήνυμα ωστόσο έφτασε μ’ ωστικό κύμα

όλα σε νέο φως αλήθειας έλαμψαν 

μη αντιληπτό από κωνία ή ραβδία 

μα ακαριαία επιτελεστικό στο θυμικό

όπως καβάλα απομεσήμερο σε μια ζεστή

ακτίνα κάποια μικρά, μικρούτσικα ακάρεα

ή η νοσταλγία σε περιδίνηση μες σ’ άγνωστη αγκαλιά

Τώρα θ’ αφήσεις πια ήσυχη την τύχη σου,

-η νύχτα μίλησε-

μία γαλανή φορά έστερξε λοξά να σου χαμογελάσει

έκτοτε κύλησε καιρός πολύς

μέχρι και στο ξανθό νησί έφτασε πλέον το χιόνι

(Πρώτη δημοσίευση στο ιστολόγιο Με ανοιχτά βιβλία)

Μετά την πρώτη δημοσίευση και την εδώ ανάρτηση ανακάλυψα και σχεδόν ομότιτλη (Tonga Tango) μουσική σύνθεση!

https://www.youtube.com/watch?v=YzbUo0kHN1A

Υποψίες

Προ πάντων όχι άλλα νοήματα

όχι άλλα συμπεράσματα και θεωρίες,

ανέκαθεν όλα σαθρά αποδεδειγμένα

Ούτε να το σκεφτεί, να εξηγήσει το παράλογο

ας πούμε, το πως η απουσία έμαθε άραγε

να ξεκουρδίζει τα ρολόγια ή τάχα

πως η ωραία υψικάμινος Λατώ

από την Κρήτη αφού κολύμπησε διαγώνια

πάνω μέχρι το Λιβάδι των Θεών

γλίστρησε η άτιμη έπειτα 

κατά του Φιλοπάππου

Περιδιαβαίνοντας

μπαινόβγαινε λοιπόν σε χώρους να

βρίσκει τρόπους να ξεχνά

μπαινόβγαινε σε χρόνους να

βρίσκει τόπους να θυμάται 

Άλλοτε πάλι σε ρόλους μπαινόβγαινε,

σε σελίδες, σε γυμνά γιαπιά

και  όλοι οι κόσμοι μοιάζανε 

από πάντα στοιχειωμένοι·

πλεχτά κορδόνια, πετονιές, ιστοί και νήματα 

της εμποδίζανε το βλέμμα και το βήμα – κι όχι,

δεν επρόκειτο, υποπτεύονταν, για απλή 

αποκόλληση υαλοειδούς 

και …μυιοψίες

(Πρώτη δημοσίευση σΤο Κόσκινο )

Astir Lato by Vassilis Mathioudakis

Τριάντα Πέντε Χρόνια Θητεία

(Θητεία στην υπέρβαση)

Δεκαπέντε χρονών και διάβαζε ήδη έξι χρόνια ποίηση. Ήταν μοιρασμένος ανάμεσα σε δυο αγοροπαρέες, τους διαβαστερούς και τα αλάνια. Με τους πρώτους περπατούσαν στο πάρκο ή έμπαιναν στο τρένο και κατέβαιναν σε τυχαίο προορισμό, για να περιπλανηθούν απαγγέλοντας στίχους ή αποφθέγματα. Ήταν δύο δίδυμοι γυαλάκηδες με σταφυλόκοκκο και δεν σήκωναν, γιατί δεν άντεχαν, περισπασμούς. Με τους άλλους τον ένωναν η μπάλα και οι γκόμενες. Μέχρι που διακινδύνευσε να δοκιμάσει και αυτονών τις αντοχές. Ξεκίνησε αφήνοντας εκεί που άλλαζαν τα ρούχα τους έναν Ρίτσο. Κάνα δύο σήκωσαν το βιβλίο, ξεφύλλισαν και χωρίς να διαβάσουν επικρότησαν την πολιτική του στράτευση, απόηχο μιας συζήτησης στην τάξη. Μετά δοκίμασε κάτι διδακτικό και αυστηρά έμμετρο. Πρόκυψε μέχρι και σύντομη απαγγελία στο ημίχρονο, αν και με πολλά κομπιάσματα, κυρίως αλλεπάλληλα δείγματα σοβαρής αδυναμίας στη μουσικότητα της εκφοράς.Και τέλος έπαιξε τα ρέστα του. Κι ο ίδιος ζοριζόταν και αμφέβαλε, διάβαζε και ξαναδιάβαζε κι εκεί που νόμιζε ότι κάτι γράπωνε, σκόνταφτε σε αιφνιδιαστικές άγνωστες λέξεις. Ωστόσο μια σειρήνα, πότε παιδίσκη άγουρη, πότε μοιραία κόρη, επέμενε ανάμεσα στις γραμμές και του μηνούσε, εδώ, εδώ έχει ψωμί! Σε μιαν εκδρομή για φιλικό αγώνα απέναντι στην ομάδα εφήβων της Χαλκίδας ξύπνησε νωρίς, άφησε δίπλα σε κάνα δυο ξεπίτηδες τσαλακωμένα χαρτονομίσματα έναν Κακναβάτο και κατηφόρισε χαλαρά προς τη θάλασσα. Σε ρεπό -μιαν ολόκληρη μέρα- γιατί αποβραδίς είχαν πάρει τους ντόπιους 8-5. Για την Αθήνα θα έφευγαν το άλλο πρωί. Περπάτησε στην προκυμαία και αναρωτήθηκε, πως θα ήσαν όλοι τους σήμερα, αν κατοικούσαν μόνιμα εδώ από παιδιά. Θα ‘χανε, λέει, οι πέντε τους για παρατσούκλια ποτάμια, Μανικιάτης, Κηρέας, Λήλαντας, Νηλέας, Πλατανιστός. Αφαιρέθηκε.Γυρίζοντας για κολατσιό άκουσε ξέφρενα γέλια ήδη στρίβοντας στο στενό. Καθώς ανέβαινε τη σκάλα ένιωσε τη μυρωδιά καπνού. Έσπρωξε απαλά την πόρτα στο δωμάτιο και κρυφοκοίταξε. Μισόγυμνοι ο Γιάννης κι ο Μήτσος χόρευαν τελετουργικά γύρω από ένα μεγάλο πήλινο πιάτο γλάστρας, όπου άναβε φωτιά. Ο Βαγγέλης γονατισμένος στο πάτωμα την τάιζε με γυάλινο βλέμμα μία – μία σκισμένες σελίδες και ο Παντελής με φορεμένο το σεντόνι χλαμύδα απήγγειλε σκαρφαλωμένος στο κομοδίνο ξεκάρφωτους στίχους από ό,τι είχε απομείνει απ’ το βιβλίο του.

άλλο απ’ το παραλήρημα δε σου ‘μεινε φυσίγγι/

το όσο σέρνει στο θαλάμι ο πολύποδας/

είπα πως θα’ σαι συ μια κωδωνοκρουσία μεσίστια/

μήγαρις βγω από νερά αλλοιωμένος/

λογισμέ μου αρχάγγελε/

χύνονται κάλυκες τα πεζοκεφαλαία στην άσφαλτο/

κατεβατό από πουρί της γόρτυνας/

κι ο λίθος έγκαυμα/

στον εξοχότατο κανάγια

ξόρκιζε στεντόρεια, ο Παντελής, o,τι τους ξέσκιζε τη φέρουσα ικανότητα.Σκιάχτηκε άσχημα σαν τους είδε τόσο αρπαγμένους. Ναι, εδώ κατά πως έδειχνε είχε -ανάλογα την πείνα- πολύ ψωμί. Έκανε άλλα δεκαοκτώ χρόνια να ξοδευτεί πάλι για Κακναβάτο ο Δ. Περίμενε να μποσικάρουν πρώτα λιγουλάκι οι σφιγμένες στα ανιαρά κι ανίερα θρανία βίδες του. Στίλβωνε άλλους στίχους στην καρδιά του.

Αργά ως το μάνταλο, της ώχρας γιος, έμπαζε ο νους

_____________________________________________________Α ν ω ν ύ μ ω ς

Πρώτη δημοσίευση στο παρθενικό τεύχος του περιοδικού Ανωνύμως (Ιούνιος 2021, Bibliotheque). Αναδημοσιεύεται για πρώτη φορά μετά την κυκλοφορία και του δεύτερου φθινοπωρινού τεύχους του περιοδικού.[Αναζητείστε τα τεύχη του Περιοδικό Ανωνύμως, πρόκειται για εξαιρετικής αισθητικής και ποιότητας έκδοση κι ευχαριστώ θερμά τους συντελεστές για την συμπερίληψη]. Ένα αληθινό περιστατικό -σε ελεύθερη απόδοση-, αφήγηση βιβλιοπώλη επί τη ευκαιρία αγοράς της συγκεντρωτικής έκδοσης ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943-1987 (Άγρα)Οι στίχοι αντλήθηκαν από την ως άνω έκδοση των Εκδόσεις Άγρα και είναι μεμονωμένοι αυθεντικοί στίχοι του ποιητή (στο πρωτότυπο σε πολυτονικό ) σε αυθαίρετη παράθεση.

(Από την Πουπερμίνα – Μηχανικό Μολύβι)

Κάτω (> Μονόκλ 2#)

Κάτω (Downstairs)

(αναδημοσίευση από το περιοδικό Μονόκλ #2)

Διαβάστε το εκεί>>

Συχνά οι λέξεις πισωπατούν μπρος στην ορμή της βιωμένης εμπειρίας.

Χρειαζόταν μιαν απόσταση πριν την οριστική απόδραση. Είχε αναζητήσει ένα ολιγοέξοδο πρόγραμμα άσκησης σε απόκεντρη συνοικία και το είχε βρει. Τρίτες και Πέμπτες στις 19:00μμ. Ασκήσεις ορθοσωμίας και διατάσεις σε μπάρα για ερασιτέχνες. Σήμερα ήταν η πρώτη μέρα.

…(συνεχίστε στον σύνδεσμο>>) 


Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Μονόκλ (τεύχος #2):

https://www.monocleread.gr/2021/0505/poupermina-mixaniko-molyvi-katw/

Photo by Nikolas Perdikaris

Σάπφειρος, ζαφείρι, ζέφυρος

Πάντως τον περίμενε βορειοδυτικό

μόνο δεν γνώριζε αν θα έφτανε

ως μαϊστράλι ή βαρδάρης

εν τω μεταξύ φρόντιζε

του κορμιού τα ύφαλα

τα έξαλα εν τούτοις έξαλλα

στην τόση αγρύπνια·

ήρθε πουνέντες πλανευτής

πλάνης και ρέμπελος

την βρήκε από μιας μιλιάς

τη σημαδούρα

βαφτίστηκε

στο βλέμμα εκείνη

αναγνώρισε τη θάλασσα

με μιας σε μια στροφή

μαρμάρωσαν τα καλοκαίρια·

έμεινε μέχρι του καιρού

το γύρισμα, μίλια

κολύμπησε μακριά

στου ήλιου τον κρόκο

νέφη τότε με κρότο

– και χάραζε έκτοτε

το μαύρο στα λευκά-

το σκαρί τσάκισαν

άδηλοι αν και υλικοί

σωρειτομελανίτες·

μπλεγμένη ακόμα

μεσ’ τα σκούρα φύκια

τέσσερα τέρμινα αργότερα

αναδύθηκε

κοίταξε δυτικά

πήρε κουράγιο

βήματα έκανε αβέβαια

α, δεν έκλαψε

τον στίχο άφησε

ανοιχτό – το αποστράφηκε

 της λήθης το μουράγιο

https://technischerbleistift.blogspot.com/2021/03/blog-post.html

Επτά φεγγάρια μετά

artphoto by Cristina Coral

(Πουπερμίνα (Μηχανικό Μολύβι), “Επτά φεγγάρια μετά”, πρώτη δημοσίευση στο Μονόκλ 22/12/2020) >>>

Έχουν περάσει ήδη επτά φεγγάρια μετά το τέταρτο κύμα. Κάθε που έσβηνε κι ένα, έβαφε μαύρο έναν καθρέφτη. Ευτυχώς κι είχε ξεμπερδέψει τώρα μ’ αυτούς. Να μην χρειάζεται να έρχεται αντιμέτωπη μ’ εκείνη την αλαφιασμένη όψη απέναντι. Ωστόσο το πάλευε ακόμα με τη φυσική της κατάσταση. Είχε πια μπουχτίσει να περπατάει μόνο πέρα δώθε και ήδη δοκίμαζε μήπως και καταφέρει ν’ ανεβαίνει σε τοίχους και οροφή. Αν δεν την ξεγελάει η μνήμη της, ίσως κάποτε να είχε παραγγείλει ανοξείδωτους γάντζους και ιμάντες να έρθουν με την επόμενη από αέρος παράδοση. Ή μήπως το είχε μόνο σκεφτεί να – και τότε ήταν που έλαβε την ειδοποίηση υπερχρέωσης. Έτσι δοκίμαζε δίχως – εδώ και μέρες. Σε μια απ’ τις πτώσεις είχε χτυπήσει άσχημα τον αγκώνα της.

Από καιρό έκαψε το ένα μετά το άλλο τα περιττά έπιπλα, ν’ ανοίξει ο χώρος. Να μπορεί να σχεδιάζει με το κάρβουνο στους τοίχους μορφές. Είχε παρατηρήσει, ότι άρχιζαν να της μιλούν περίπου στο δεκαήμερο της εποίκισης του τοίχου της. Κάθε τόσο προσέθετε και μια διαφορετική. Να, προχτές τον περιπατητή με τη ράβδο! Τη θέλησε να μοιάζει με γκλίτσα, τέτοια που έπαιρναν κοντά οι πατεράδες για τα φίδια, στην εξοχή. Δεν της βγήκε κι έμεινε μια μουτζούρα στο ύψος του πόμολου, ογδόντα ένα εκατοστά πιο δεξιά. Κι ο περιπατητής μουγγός. Πριν μέρες έκαψε και το τσέλο. Αρκετά κανάκεψε την ταστιέρα του, αυτό αμέτοχο στην κατάσταση την πλημμύριζε ήχους, που ο πλούτος τους δεν έβρισκε χώρο στα κλειστά όρια της ζήσης της. Το τιμώρησε. Άδειασε άλλωστε τελείως εκείνο το δωμάτιο και σκαρφάλωνε τώρα τέρμα πάνω στη σωλήνα του καλοριφέρ, να αγναντέψει. Στα δύο μέτρα κι ογδόντα δύο εκατοστά. Τραβούσε και τις κουρτίνες, να χαζεύει τα μικρά θερμοκήπια στα μπαλκόνια, δύο μέτρα και σαράντα επί ένα μέτρο και είκοσι, απέναντι. Κι εκείνη καλλιεργούσε κάποια στοιχειώδη για τροφή, ωστόσο σε πέντε μόνο γλάστρες, Φ39.

Τις νύχτες δοκίμαζε να κοιμάται στις ντουλάπες, ώστε να βγαίνει –έξω- το πρωί. Εκεί μέσα, με μαζεμένα τα πόδια στη κοιλιά, ένιωθε την παρουσία του Α. Μια φορά δοκίμασε και το κάτω συρτάρι της σιφονιέρας. Εκείνος δεν ήρθε. Ίσως μιαν άλλη φορά να -. Μήκος ένα μέτρο και δεκαπέντε εκατοστά, πλάτος μισό μέτρο. Μπαταρισμένο τουλάχιστον δώδεκα πόντους μπροστά κι ας ήταν τώρα δέκα κιλά ελαφρύτερη. Ξεγελούσε το κορμί, να νομίζει ότι πονάει από το άβολο στρίμωγμα κι όχι απ’ τη μοναξιά του. Για κάτι μισάωρα τον έπαιρνε αβέβαια, μέχρι που ξανάκουγε από κάτω τους γόους πεινασμένων τσακαλιών. Δεν χόρταινε ύπνο εδώ και μήνες. Παραφύλαγε μήπως ξαναπερνούσαν από κάτω κυνηγημένα εκείνα τα μπουλούκια των νεαρών παιδιών που προσπαθούσαν να ξεσηκώσουν τους λουφασμένους. Να πήγαινε κι αυτή. Ίσως μόνο τα παιδιά να -. Είχαν ωστόσο πολλές βδομάδες να φανούν, το πόσες, από δική της αμέλεια, δεν είχε καταμετρηθεί. Μήπως μήνες.

Τα μεσημέρια πελεκούσε με θραπίνα τις λείες επιφάνειες να γίνουν αδρές. Να μη πατινάρει ο Levid-27 με τα σόγια του. Όταν άρχιζε ο εγκλεισμός να την στενεύει αφόρητα, ξήλωνε κι από μια πλήρη πλευρά σοβατεπί. Είχε υπολογίσει, ότι στο σύνολο της επιφάνειας του σπιτιού θα κέρδιζε εξήντα ένα τρέχοντα μέτρα επί ένα εκατοστό του μέτρου – πάνω από μισό τετραγωνικό ζωτικό χώρο-. Οι υπολογισμοί εξυπηρετούσαν τον καθημερινό ρυθμό. Δούλευε έτσι το μυαλό, ώστε να -. Κατά τα άλλα αλωνίζουν στις σκέψεις της ακατάπαυστα και ασύντακτα τα ηχηρά μηνύματα απ’ τις πυκνά τοποθετημένες ντουντούκες στους στύλους ηλεκτροφωτισμού, δεκαεφτά οι στύλοι εντός οπτικού πεδίου, πενταπλάσιοι σήμερα οι θάνατοι, τέσσερα τα προκριθέντα ματαεμβόλια για την τελική φάση κατοχύρωσης της παγκόσμιας πατέντας, χθες τριπλασιάστηκαν τα κρούσματα, τουλάχιστον πέντε γλάστρες με τα χρειώδη, οι ταφές πλέον αδύνατες λόγω μόλυνσης του ογδόντα τοις εκατό των εδαφών, επταπλασιάστηκαν οι καύσεις, κέρδος μισό τετραγωνικό, οι στάχτες απορρίπτονται σε αναλογία ένα προς είκοσι έξι στις αμμουδιές. Ήδη πριν επτά μήνες κι εννιά μέρες ανακοινώθηκε, πως ήταν πολύ αργά πια για να -. Αριθμοί.

Ανατριχίλα κι ας μη φυσάει καθόλου . Μετά τοδεύτερο κύμα επιδημιολογικού δείκτη Ρω μηδέν μεγαλύτερο του δώδεκα οι πολίτες χωρίστηκαν μέσα σε μια βδομάδα τελείως συγκυριακά, αν κι επιβεβλημένα, σε δύο ομάδες, εκείνους που αποσύρθηκαν -αφήνοντας σε μια νύχτα τα πάντα πίσω τους- σε μικρές, αραιές κοινότητες με αυτοσχέδια καταλύματα σε αγρούς και δάση και στους άλλους που παρέμειναν στα παλιά μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα. Εδώ είχε επιβληθεί υποχρεωτικός εξοπλισμός όλων των –πλέον αποκλειστικά ατομικών- δωματίων με νιπτήρα-σκάφη και ειδικά δοχεία υγρού σαπουνιού, που ενεργοποιούσαν σειρήνα με φωτεινό σινιάλο στην κύρια όψη, αν τύχαινε να μείνουν αδειανά. Μεγάλο ρεζίλεμα. Μπορούσε να οδηγήσει και σε πογκρόμ. Η είσοδος στα κτήρια παρέμενε κλειστή για σαρανταπέντε λεπτά μετά την χρήση της από τον/την προηγούμενο/-η κι ας κυκλοφορούσαν όλοι άπαξ ανά δεκαήμερο, αλφαβητικά, μουμιοποιημένοι σε πλαστικές φασκιές από κορυφής μέχρις ονύχων. Δεν επιτρεπόταν τα ενιαία μπαλκόνια, κι όσοι διέθεταν, είχαν υποχρεωθεί σε τοπική καθαίρεση του ενδιάμεσου τμήματος, ώστε κάθε δωμάτιο να έχει το αποκλειστικά δικό του. Κατ’ εξαίρεση επιτρεπόταν και το δίδυμο κτιστό διαχωριστικό με ενδιάμεσο κενό μήκους κατ’ ελάχιστο ένα μέτρο και σαράντα πέντε εκατοστά. Μεικτό άραγε ή καθαρό; Μήπως αξονικά. Αρχικά απέτυχε, γιατί στους χαμηλούς ορόφους σκαρφάλωναν άστεγοι. Εν τω μεταξύ είχαν επιζήσει ελάχιστοι κι απ’ αυτούς.

Αυτή ωστόσο είχε μείνει μόνη στο αρχικό διαμέρισμα -είχε προλάβει κι είχε φυγαδεύσει σε ασφαλέστερο περιβάλλον ακόμα και το σκυλί-, τρία δωμάτια, κουζίνα, λουτρό και χολάκι εισόδου. Εξήντα έξι τετραγωνικά μέτρα και εβδομήντα οκτώ τετραγωνικά εκατοστά. Αν είχαν παραμείνει κι άλλοι συγκάτοικοι, θα έπρεπε πρώτον, να έχουν ξηλώσει την είσοδο και να αφήσουν το χολ ανοικτό, ως συνέχεια του διαδρόμου του ανά ημίωρο αυτοαπολυμαινόμενου κλιμακοστάσιου. Δεύτερον, να εγκαταστήσουν στην κουζίνα και το λουτρό σύστημα ελέγχου πρόσβασης, ώστε να απενεργοποιείται η κλειδαριά μόνον στον επιτρεπτό χρόνο μετά τον αυτόματο ψεκασμό απολύμανσης, σε συνέχεια της επίσκεψης του χρήστη που είχε μόλις προηγηθεί. Και τρίτον, να εξοπλίσουν με συσκευή ηχητικού σήματος τις πόρτες εισόδου στις υποχρεωτικά διαρκώς μανταλωμένες ατομικές κάμαρες. Κι ο καθένας να έχει στη διάθεσή του για ξήλωμα πολύ λιγότερα τρέχοντα μέτρα σοβατεπί. Μπορεί να ξεχνάει κάτι τέταρτον, μπορεί και όχι. Ήξερε πως ήταν καταγεγραμμένη στον κατάλογο των καταχραστών ατομικών δωματίων κι αργά ή γρήγορα θα της επέβαλαν συγκάτοικο. Θα ταμπουρωνόταν στο καθιστικό, είχε ήδη εγκαταστήσει στη δίφυλλη συρόμενη μια καλή κλειδαριά. Ο νιπτήρας του έκανε ανέκαθεν το πιο τρυφερό γουργουρητό.

Περίμενε γράμμα. Όταν αργούσε έδενε μια ζώνη και κρεμιόταν αργά το απόγευμα απ’ το μπαλκόνι της περιμένοντας μήπως φτάσει το πρωί. Την ίδια ήδη νύχτα μούδιαζε. Μαζεύονταν τότε ανακούρκουδα στη γωνία του στηθαίου και πέτρωνε σα γρύπας. Η ώρα περνούσε κάπως ευκολότερα. Το συνήθισε να στέκεται εκεί ασάλευτη και να στοχάζεται την πολυκατοικία, μιαν εκκλησιά ταμένη στην Παναγιά Καταφυγή. Καμιά φορά άκουγε να θροΐζουν τα φτερά του παλικαριού στον τρίτο. Έβγαινε κι αυτός καραούλι στο κιγκλίδωμα, αλλά δε μπορούσε με τίποτα να βολέψει τα φτερά του. Δεν την είχε ποτέ αντιληφθεί. Άναβε στη σκέψη της κεριά και τα στερέωνε κάθε τριάντα εκατοστά στην κουπαστή. Ήταν τυχερή, όταν επικρατούσε νηνεμία, τα κεριά φώτιζαν την εξασθενημένη μνήμη της. Κάθε φορά που ερχόταν μια δεκαοχτούρα στα μαλλιά της και τη λέρωνε, θυμόταν πως, αν έφτανε γράμμα, ίσως να έπρεπε να απαντήσει και κουρασμένα αναρωτιόταν, άραγε, θα ήταν πια ποτέ ξανά μπορετό να απαγκυλωθεί;

Πόσο το ‘θελε τώρα να θυμηθεί αύριο να ξαναμετρήσει κάτω στο ρείθρο εκείνα τα δειλά άγρια λουλουδάκια! Τις προάλλες τα βρήκε, όσο μπορούσε να διακρίνει από ψηλά, θαρρεί, τέσσερα. Κι ίσως αν ξεκουνιόταν, να τους ρίξει και μερικές σταγόνες νερό. Έτσι, για να –.

https://technischerbleistift.blogspot.com/2020/05/blog-post.html

Αβεσσαλώμ

Άβε, Σαλώμη

δοξάστηκες χάρη σε 

μια πετυχημένη χειραγώγηση

μα πως τα πέπλα σου δουλέψανε διπλά!

δεν άφησαν να μαθευτεί για σε εξόν

το φέγγος πολλά που ζωγραφίστηκε

του μπούστου, το βλέμμα πάνω σου

ξένων – αλλονών

*

Άβε, Σαλώμη

δέσμια σε αλύσους

διαπλοκών της τετραρχίας

δια πλοκάμων μητρικού 

στο σώμα σου επεκτατισμού

λεύτερη υπήρξες μόνο για όσο ηχούσαν

πεφταστέρια απ’ τις σαμβύκες

και σείστρα – μαναανίμ των αυλικών

*

Αχ, βρε Σαλώμη

να είχες κόψει τα μακρυά μαλλιά σου

να .. έκρυβες τη γύμνια σου 

– καμάρωνες αλλιώς –

μήπως και γλίτωνες της μοίρας

την γονεϊκή παγίδα που σ’ άρπαζε

όπως ανέμιζαν διαχέοντας

θαμπό φως των πυρσών

https://technischerbleistift.blogspot.com/2020/10/blog-post_24.html

Από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου “Σαλώμη” του Όσκαρ Ουάιλντ από τον Σταύρο Λίτινα