. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
[Τολμώ]
Να κόβω τα μαλλιά μου
να κάνω δεμάτια που θα
σκορπίζω στους αγρούς
να ‘χουν τα που στέλνεις
να βοσκήσουν τα σύννεφα
Να κουβαλώ μπαούλο
αφοδράριστο να χώνεσαι κάθε
που κρύβεσαι απ’ το φως
με μαύρα τα φτερά και ζουληγμένα
να σε φυγαδεύω
Να ‘μαι κουκέτα σε αρχιπέλαγος
χωρίς διεύθυνση
να απαντάς μόνον αν θες∙ ποτέ
να μη το φέρνει η ώρα να θελήσεις
να μου απευθύνεσαι -να μην υπάρχω-
Ανίερο ν’ αντέχω προσκύνημα
απόλαυση ανάλεκτη κι ανέκκλητη
μεταξωτού υπογάστριου μιας
αναχώρησης λαθραίας
Να πλέω
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
[Ανησυχώ]
Στις λέξεις των γαλάζιων στίχων
γαντζώνεται το ματαιωμένο ρούχο
του άλλου της βουβής απεύθυνσης
τώρα μπορούσα πια να μην αποζητώ
την ώρα που προσεκτικά πλάι
απιθώνονταν τα εύθραυστα γυαλιά, τότε
που ακούγονταν σφυρίζοντας
της απογείωσης μπάσο φουγάρο∙
δεμένη με κρατώ σε επανάληψης
λιγνό κατάρτι – παρηγορώ το σώμα
με τρεις χρησμούς από επτά, γυμναστικής∙
για άδικους πόνους αυτοεπιβουλής
για δαίμονες βίαιης αυτοανάλωσης
όσο βαθιά και αν ανησυχώ δεν ωφελεί
το ενωρίτερο σε έξι έμμηνα θα ‘ρθουν
ανακοινώθηκε αποβραδίς λακωνικά
αν και εφ’ όσον νέα με τηλέγραφο μαντάτα
τώρα που για μονάδα μέτρησης δεν έχω αυτή
ο χρόνος έχει απολιθωθεί – αφέθηκε
να τρέχει στον αυτόματο ανεξέλεγκτα
σε όρθιο τοίχο, δεξιά κι αριστερά
της διαδρομής μου άνθισαν ανθρώπων οι
επόμενες γενιές και ήδη σεμνά υποκλίνονται
– παρόδιες και παροδικές –
της εποχής οι παπαρούνες
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
[Μοιραίως]
Προσωρινά εκεί
κατοίκησα
τα αιώνια
χρόνια της νιότης
φωτεινά
μια καινούργια βέσπα
-του ωραίου-
στο κατώφλι
ζηλιάρα η απέναντι
-για τον ωραίο-
τραβεστί
Ταχτσής Σικάγο
πίσω στην αυλή
μίστερ σελοφέν
θέλω να με λεν
με θυμάμαι όρθια
-στη μπανιέρα-
κεκλιμένα
τρίγωνο και ταυ
το σερβίτσιο
από χρόνια
σπασμένο
τίποτα
δεν μελέτησα
για τον Φωτήλα
ανηλεώς
καστανόξανθος
με μελετούσε∙
ωραίος
. . . . . . . . . . . . . . . .
[Ζώσα Ύλη – Οργανική Ιλύς]
Και τι θα μένει για να θυμηθείς
Παρά βεντούζα τα νεογέννητα στο στήθος
Το πρώτο χάδι σ’ ώρα προβολής στο θερινό
Φυγόκεντρες και κεντρομόλες τις περιδινήσεις σου
Γενόσημες κάθε φορά τις φιλενάδες
Ως πας να γείρεις, θα σε επισκέπτονται
Τα χνώτα και η πάχνη απ’ τα κορμιά
Μια χούφτα φρούτα από μουριά στα δυτικά προάστια
Ένα του βλέμμα δίχως υποψία συγκατάβασης
Αειθαλής η ευωδιά στην κλείδα μυροβλύτη
Καλά κι αξιώθηκα, θα λες,
Με φύλακα άγγελο κι οδήγησα μέχρι την Ήπειρο το μαύρο Monster
Με 8Β – 5,6mm τα σκίτσα να εξηγήσω επάνω στο σοβά
Μια μονοκοντυλιά που μου έκατσε κι
Έναν – τον ίδιο πάντα – στίχο και
Σε λυγμό μπαντονεόν να φύγω μέσ’ σε βελούδινη ενός άγνωστου αγκαλιά
Κι ως θα ‘χεις κλείσει τους λογαριασμούς με τα μεγάλα Πρέπει
Η ώρα σιμώνοντας, το κύρος και το ίχνος της θα επιβάλει η Φύση
Ασημένια θε να σε πλησιάζει λάμνοντας η θάλασσα
Πράσινα κρέχτα θα σαρκάζουν τα χλωρά
Απεριόριστα θα μοιάσουν σε αντίστιξη τα πρωινά γαλάζια
Καθώς θα φθίνει κι άλλο το κορμί
Βήμα το βήμα θα ‘ρχεται ο καιρός ∙
Τα χρώματα θα ξεθωριάζουν
Τα πάθη τρυφερά θ’ αυτοσαρκάζονται
Θα σβήνουν μία – μία οι φωνές
Κυρίως δεν θα απαιτούν επίμονα οι λέξεις
Τελευταία θα σωπάσουν τα ρολόγια
Καθώς θα πέφτει πελιδνό σκοτάδι την ίδια εκείνη ώρα
Που αστραπιαία σε χώρο πλέον άχρονο
Θα σε τυφλώσει Φως
(π λ ο π)
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
[Οφειλή]
Σου οφείλω τις λέξεις
Όταν σ’ είδα που μου άρπαξες
Και μ’ άφησες άλαλη
Κι εκείνες τις άλλες
Κραυγές μας κι ανάσες
Σα μ’ έστελνες άυλη
Τις αναντάριασες
Μετά με μάτωσες
Τις κέρδισα πίσω
Κι ως βγήκα απ’ το λόγο μου
Πια γράφω τα λόγια μου
Έγινα άλλη
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
[Επαγρύπνηση]
Πώς το ‘θελε να βυθιστεί στη θολή λίμνη
να κολυμπήσει με τα μάτια ανοιχτά
να μην ακούει
να ψάχνει χωρίς να ξέρει τί
σε νερά ανοίκεια
γνώριμα νερά
νερά πράσινα
της αθωότητας
όπου ανέκαθεν
το συναντά
στιγμιαίο
απροσδιόριστο
το τίποτα
μιας νοσταλγίας
το μακρινό λυκόφως
μιας αναπόλησης
εκεί που κάθε φορά βουλιάζει
από την αρχή
κι έπειτα ξυπνά
πάνω σε υγρά βότσαλα
για να ξαναγυρίσει στη στεριά
όπου αντίκρισε
ορίων ταπείνωση
όπου
πνίγηκε
κι ενώ έχει τον τρόπο
να ξεχνά
τα τραγούδια
δεν το επιτρέπουν ∙
ήθελε να βυθιστεί
αλλά
τα φλάουτα
το ειδοποίησαν
της επαγρύπνησης
το ξωτικό
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ..
[Άπλα (απλά)]
Ανέκαθεν εδώ κατοικώ
Βγαίνω – επιστρέφω
Πάντα και μόνον εγώ
Δοκιμάζω, επιχειρώ
Μεταμορφώνομαι
Μα ούτε πως μοιάζει ν’ αλλάζω
Kτύπησες ∙ άνοιξα
Νόμισα θα ερχόσουν μαζί
Πλανήθηκα
Ανέκαθεν εκεί κατοικείς
Μπήκες – επέστρεψες
Πίσω απ’ τη χαραμάδα
Διαστέλλομαι
Χώρος πολύς
. . . . . . . . . . . . . . . . .
[Συμφωνία Σιωπής]
(εγώ θα σου μιλώ με τα τραγούδια)
Καλά λοιπόν
αφού το θες
ας παίξουμε τους πεθαμένους
και πιθανά εσύ
το παίρνεις και
τοις μετρητοίς,
όσο για μένα – εγώ
θα το τηρώ μόνο όσο
φέγγει η μέρα
τις νύχτες θα γλιστρώ
με τα ψηλά τακούνια
στα στιλπνά αργεντίνικα
πατώματα,
στεντόρεια πάλι
ξεσηκώνοντας
τα μαύρα χελιδόνια
απ’ το πεντάγραμμο
θα μένω ζωντανή
Αντί να εφεύρουμε
καινούργια γλώσσα
φρέσκια ειδικά για
την περίσταση
καταδικιά μας
κορακίστικη
– σαν τα παιδιά -,
ελόγου σου
έσπευσες να μου
σαλπίσεις
της αφωνίας το
πρόσταγμα με μιας
Ξέρω η σιωπή
από κοινού με την
απόσταση
ανυπαρξία
υπόσχεται
σ’ όποια συνδήλωση
αφόρητων
κείθε σινιάλων
πεθυμιάς
Δεν θα ξαναμιλήσουμε
οκ
θα παίζουμε τους πεθαμένους
σ’ άυλα για την ώρα
μνήματα βουβοί – εδώ -,
ωστόσο κοίτα
κάτι πλάι πρασινίζει
σα να φυτρώνει μία
μαργαρίτα της συγχώρεσης
να τη μαδώ
. . . . . . . . . . . . . . . . .
[Δελτίο Καιρού]
(βαρομετρικό χαμηλό – ψιχαλιστοί οφθαλμοί)
Πες πως αγάπησες τρελά ένα σύννεφο
και τ’ ακολούθησες
κει στων βουνών ψηλά τις κορυφές
τα θες και τα παθαίνεις
κι ίσως ακόμα να είχες τον καιρό να φυλαχτείς
αν όμως το ‘φερε η τύχη και σε αγάπησε
για μια στιγμή μονάχα και εκείνο
άμα με την ακτίνα ενός χαμόγελου σε δώρισε
τότε είν’ που συννεφιάζουνε
για σε τα πράγματα
στα σοβαρά ∙
να εξηγηθώ
μακριά απ’ το βλέμμα πριν χαθεί
προτού μιας κι είν’ στη φύση του αραιώσει
αν μέσα σου έχει μπει ένα άσπρο σύννεφο
δύο τινά συμβαίνουν σου συγχρόνως
από τη μια οριστικά ελαφραίνεις
και στων νεφών
χωρίς καν έρμα
βρίσκεσαι να πετάς τις εσχατιές
και είν’ πια αδύνατον
– εξόν και αλυσοδεθείς –
το βάρος σου ξανά
στ’ ανοδικά τα ρεύματα
να αντιτάξεις
– τα πόδια σου να γειωθούν –
κι από την άλλη
λεπτά λεπτότατα υγροσταγονίδια
συνέχεια να που πλημμυράν
τα ικετικά ανασηκωμένα
προς τα ύψη
μάτια σου
[πρόγνωση]
Αιθρία
μιας κι έτσι έμαθες
πώς θαρρετά πλέον μέσα
να κοιτάζεις κι
υψηλά
το σύννεφο άλλωστε τον τράβηξε το δρόμο του
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Πουπερμίνα blogger
[Γλυπτό: José Manuel Castro López, Spain]