Κάτω (> Μονόκλ 2#)

Κάτω (Downstairs)

(αναδημοσίευση από το περιοδικό Μονόκλ #2)

Διαβάστε το εκεί>>

Συχνά οι λέξεις πισωπατούν μπρος στην ορμή της βιωμένης εμπειρίας.

Χρειαζόταν μιαν απόσταση πριν την οριστική απόδραση. Είχε αναζητήσει ένα ολιγοέξοδο πρόγραμμα άσκησης σε απόκεντρη συνοικία και το είχε βρει. Τρίτες και Πέμπτες στις 19:00μμ. Ασκήσεις ορθοσωμίας και διατάσεις σε μπάρα για ερασιτέχνες. Σήμερα ήταν η πρώτη μέρα.

…(συνεχίστε στον σύνδεσμο>>) 


Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Μονόκλ (τεύχος #2):

https://www.monocleread.gr/2021/0505/poupermina-mixaniko-molyvi-katw/

Photo by Nikolas Perdikaris

Επτά φεγγάρια μετά

artphoto by Cristina Coral

(Πουπερμίνα (Μηχανικό Μολύβι), “Επτά φεγγάρια μετά”, πρώτη δημοσίευση στο Μονόκλ 22/12/2020) >>>

Έχουν περάσει ήδη επτά φεγγάρια μετά το τέταρτο κύμα. Κάθε που έσβηνε κι ένα, έβαφε μαύρο έναν καθρέφτη. Ευτυχώς κι είχε ξεμπερδέψει τώρα μ’ αυτούς. Να μην χρειάζεται να έρχεται αντιμέτωπη μ’ εκείνη την αλαφιασμένη όψη απέναντι. Ωστόσο το πάλευε ακόμα με τη φυσική της κατάσταση. Είχε πια μπουχτίσει να περπατάει μόνο πέρα δώθε και ήδη δοκίμαζε μήπως και καταφέρει ν’ ανεβαίνει σε τοίχους και οροφή. Αν δεν την ξεγελάει η μνήμη της, ίσως κάποτε να είχε παραγγείλει ανοξείδωτους γάντζους και ιμάντες να έρθουν με την επόμενη από αέρος παράδοση. Ή μήπως το είχε μόνο σκεφτεί να – και τότε ήταν που έλαβε την ειδοποίηση υπερχρέωσης. Έτσι δοκίμαζε δίχως – εδώ και μέρες. Σε μια απ’ τις πτώσεις είχε χτυπήσει άσχημα τον αγκώνα της.

Από καιρό έκαψε το ένα μετά το άλλο τα περιττά έπιπλα, ν’ ανοίξει ο χώρος. Να μπορεί να σχεδιάζει με το κάρβουνο στους τοίχους μορφές. Είχε παρατηρήσει, ότι άρχιζαν να της μιλούν περίπου στο δεκαήμερο της εποίκισης του τοίχου της. Κάθε τόσο προσέθετε και μια διαφορετική. Να, προχτές τον περιπατητή με τη ράβδο! Τη θέλησε να μοιάζει με γκλίτσα, τέτοια που έπαιρναν κοντά οι πατεράδες για τα φίδια, στην εξοχή. Δεν της βγήκε κι έμεινε μια μουτζούρα στο ύψος του πόμολου, ογδόντα ένα εκατοστά πιο δεξιά. Κι ο περιπατητής μουγγός. Πριν μέρες έκαψε και το τσέλο. Αρκετά κανάκεψε την ταστιέρα του, αυτό αμέτοχο στην κατάσταση την πλημμύριζε ήχους, που ο πλούτος τους δεν έβρισκε χώρο στα κλειστά όρια της ζήσης της. Το τιμώρησε. Άδειασε άλλωστε τελείως εκείνο το δωμάτιο και σκαρφάλωνε τώρα τέρμα πάνω στη σωλήνα του καλοριφέρ, να αγναντέψει. Στα δύο μέτρα κι ογδόντα δύο εκατοστά. Τραβούσε και τις κουρτίνες, να χαζεύει τα μικρά θερμοκήπια στα μπαλκόνια, δύο μέτρα και σαράντα επί ένα μέτρο και είκοσι, απέναντι. Κι εκείνη καλλιεργούσε κάποια στοιχειώδη για τροφή, ωστόσο σε πέντε μόνο γλάστρες, Φ39.

Τις νύχτες δοκίμαζε να κοιμάται στις ντουλάπες, ώστε να βγαίνει –έξω- το πρωί. Εκεί μέσα, με μαζεμένα τα πόδια στη κοιλιά, ένιωθε την παρουσία του Α. Μια φορά δοκίμασε και το κάτω συρτάρι της σιφονιέρας. Εκείνος δεν ήρθε. Ίσως μιαν άλλη φορά να -. Μήκος ένα μέτρο και δεκαπέντε εκατοστά, πλάτος μισό μέτρο. Μπαταρισμένο τουλάχιστον δώδεκα πόντους μπροστά κι ας ήταν τώρα δέκα κιλά ελαφρύτερη. Ξεγελούσε το κορμί, να νομίζει ότι πονάει από το άβολο στρίμωγμα κι όχι απ’ τη μοναξιά του. Για κάτι μισάωρα τον έπαιρνε αβέβαια, μέχρι που ξανάκουγε από κάτω τους γόους πεινασμένων τσακαλιών. Δεν χόρταινε ύπνο εδώ και μήνες. Παραφύλαγε μήπως ξαναπερνούσαν από κάτω κυνηγημένα εκείνα τα μπουλούκια των νεαρών παιδιών που προσπαθούσαν να ξεσηκώσουν τους λουφασμένους. Να πήγαινε κι αυτή. Ίσως μόνο τα παιδιά να -. Είχαν ωστόσο πολλές βδομάδες να φανούν, το πόσες, από δική της αμέλεια, δεν είχε καταμετρηθεί. Μήπως μήνες.

Τα μεσημέρια πελεκούσε με θραπίνα τις λείες επιφάνειες να γίνουν αδρές. Να μη πατινάρει ο Levid-27 με τα σόγια του. Όταν άρχιζε ο εγκλεισμός να την στενεύει αφόρητα, ξήλωνε κι από μια πλήρη πλευρά σοβατεπί. Είχε υπολογίσει, ότι στο σύνολο της επιφάνειας του σπιτιού θα κέρδιζε εξήντα ένα τρέχοντα μέτρα επί ένα εκατοστό του μέτρου – πάνω από μισό τετραγωνικό ζωτικό χώρο-. Οι υπολογισμοί εξυπηρετούσαν τον καθημερινό ρυθμό. Δούλευε έτσι το μυαλό, ώστε να -. Κατά τα άλλα αλωνίζουν στις σκέψεις της ακατάπαυστα και ασύντακτα τα ηχηρά μηνύματα απ’ τις πυκνά τοποθετημένες ντουντούκες στους στύλους ηλεκτροφωτισμού, δεκαεφτά οι στύλοι εντός οπτικού πεδίου, πενταπλάσιοι σήμερα οι θάνατοι, τέσσερα τα προκριθέντα ματαεμβόλια για την τελική φάση κατοχύρωσης της παγκόσμιας πατέντας, χθες τριπλασιάστηκαν τα κρούσματα, τουλάχιστον πέντε γλάστρες με τα χρειώδη, οι ταφές πλέον αδύνατες λόγω μόλυνσης του ογδόντα τοις εκατό των εδαφών, επταπλασιάστηκαν οι καύσεις, κέρδος μισό τετραγωνικό, οι στάχτες απορρίπτονται σε αναλογία ένα προς είκοσι έξι στις αμμουδιές. Ήδη πριν επτά μήνες κι εννιά μέρες ανακοινώθηκε, πως ήταν πολύ αργά πια για να -. Αριθμοί.

Ανατριχίλα κι ας μη φυσάει καθόλου . Μετά τοδεύτερο κύμα επιδημιολογικού δείκτη Ρω μηδέν μεγαλύτερο του δώδεκα οι πολίτες χωρίστηκαν μέσα σε μια βδομάδα τελείως συγκυριακά, αν κι επιβεβλημένα, σε δύο ομάδες, εκείνους που αποσύρθηκαν -αφήνοντας σε μια νύχτα τα πάντα πίσω τους- σε μικρές, αραιές κοινότητες με αυτοσχέδια καταλύματα σε αγρούς και δάση και στους άλλους που παρέμειναν στα παλιά μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα. Εδώ είχε επιβληθεί υποχρεωτικός εξοπλισμός όλων των –πλέον αποκλειστικά ατομικών- δωματίων με νιπτήρα-σκάφη και ειδικά δοχεία υγρού σαπουνιού, που ενεργοποιούσαν σειρήνα με φωτεινό σινιάλο στην κύρια όψη, αν τύχαινε να μείνουν αδειανά. Μεγάλο ρεζίλεμα. Μπορούσε να οδηγήσει και σε πογκρόμ. Η είσοδος στα κτήρια παρέμενε κλειστή για σαρανταπέντε λεπτά μετά την χρήση της από τον/την προηγούμενο/-η κι ας κυκλοφορούσαν όλοι άπαξ ανά δεκαήμερο, αλφαβητικά, μουμιοποιημένοι σε πλαστικές φασκιές από κορυφής μέχρις ονύχων. Δεν επιτρεπόταν τα ενιαία μπαλκόνια, κι όσοι διέθεταν, είχαν υποχρεωθεί σε τοπική καθαίρεση του ενδιάμεσου τμήματος, ώστε κάθε δωμάτιο να έχει το αποκλειστικά δικό του. Κατ’ εξαίρεση επιτρεπόταν και το δίδυμο κτιστό διαχωριστικό με ενδιάμεσο κενό μήκους κατ’ ελάχιστο ένα μέτρο και σαράντα πέντε εκατοστά. Μεικτό άραγε ή καθαρό; Μήπως αξονικά. Αρχικά απέτυχε, γιατί στους χαμηλούς ορόφους σκαρφάλωναν άστεγοι. Εν τω μεταξύ είχαν επιζήσει ελάχιστοι κι απ’ αυτούς.

Αυτή ωστόσο είχε μείνει μόνη στο αρχικό διαμέρισμα -είχε προλάβει κι είχε φυγαδεύσει σε ασφαλέστερο περιβάλλον ακόμα και το σκυλί-, τρία δωμάτια, κουζίνα, λουτρό και χολάκι εισόδου. Εξήντα έξι τετραγωνικά μέτρα και εβδομήντα οκτώ τετραγωνικά εκατοστά. Αν είχαν παραμείνει κι άλλοι συγκάτοικοι, θα έπρεπε πρώτον, να έχουν ξηλώσει την είσοδο και να αφήσουν το χολ ανοικτό, ως συνέχεια του διαδρόμου του ανά ημίωρο αυτοαπολυμαινόμενου κλιμακοστάσιου. Δεύτερον, να εγκαταστήσουν στην κουζίνα και το λουτρό σύστημα ελέγχου πρόσβασης, ώστε να απενεργοποιείται η κλειδαριά μόνον στον επιτρεπτό χρόνο μετά τον αυτόματο ψεκασμό απολύμανσης, σε συνέχεια της επίσκεψης του χρήστη που είχε μόλις προηγηθεί. Και τρίτον, να εξοπλίσουν με συσκευή ηχητικού σήματος τις πόρτες εισόδου στις υποχρεωτικά διαρκώς μανταλωμένες ατομικές κάμαρες. Κι ο καθένας να έχει στη διάθεσή του για ξήλωμα πολύ λιγότερα τρέχοντα μέτρα σοβατεπί. Μπορεί να ξεχνάει κάτι τέταρτον, μπορεί και όχι. Ήξερε πως ήταν καταγεγραμμένη στον κατάλογο των καταχραστών ατομικών δωματίων κι αργά ή γρήγορα θα της επέβαλαν συγκάτοικο. Θα ταμπουρωνόταν στο καθιστικό, είχε ήδη εγκαταστήσει στη δίφυλλη συρόμενη μια καλή κλειδαριά. Ο νιπτήρας του έκανε ανέκαθεν το πιο τρυφερό γουργουρητό.

Περίμενε γράμμα. Όταν αργούσε έδενε μια ζώνη και κρεμιόταν αργά το απόγευμα απ’ το μπαλκόνι της περιμένοντας μήπως φτάσει το πρωί. Την ίδια ήδη νύχτα μούδιαζε. Μαζεύονταν τότε ανακούρκουδα στη γωνία του στηθαίου και πέτρωνε σα γρύπας. Η ώρα περνούσε κάπως ευκολότερα. Το συνήθισε να στέκεται εκεί ασάλευτη και να στοχάζεται την πολυκατοικία, μιαν εκκλησιά ταμένη στην Παναγιά Καταφυγή. Καμιά φορά άκουγε να θροΐζουν τα φτερά του παλικαριού στον τρίτο. Έβγαινε κι αυτός καραούλι στο κιγκλίδωμα, αλλά δε μπορούσε με τίποτα να βολέψει τα φτερά του. Δεν την είχε ποτέ αντιληφθεί. Άναβε στη σκέψη της κεριά και τα στερέωνε κάθε τριάντα εκατοστά στην κουπαστή. Ήταν τυχερή, όταν επικρατούσε νηνεμία, τα κεριά φώτιζαν την εξασθενημένη μνήμη της. Κάθε φορά που ερχόταν μια δεκαοχτούρα στα μαλλιά της και τη λέρωνε, θυμόταν πως, αν έφτανε γράμμα, ίσως να έπρεπε να απαντήσει και κουρασμένα αναρωτιόταν, άραγε, θα ήταν πια ποτέ ξανά μπορετό να απαγκυλωθεί;

Πόσο το ‘θελε τώρα να θυμηθεί αύριο να ξαναμετρήσει κάτω στο ρείθρο εκείνα τα δειλά άγρια λουλουδάκια! Τις προάλλες τα βρήκε, όσο μπορούσε να διακρίνει από ψηλά, θαρρεί, τέσσερα. Κι ίσως αν ξεκουνιόταν, να τους ρίξει και μερικές σταγόνες νερό. Έτσι, για να –.

https://technischerbleistift.blogspot.com/2020/05/blog-post.html

Λαοί της γαλάζιας μοίρας

Sigalit_landau_Israel1
Artwork by Sigalit Landau*

 

       Τον άλλο μήνα ήταν η σειρά τους να στείλουν απέναντι νερό. Αυτό σήμαινε για άλλη μια φορά εξοικονόμηση πέρα από τα όρια της εξάντλησης. Πριν δέκα μήνες είχε συγκληθεί το Παγκόσμιο Συμβούλιο Αντιπροσώπων∙ ήταν εκεί που αποφασίστηκε, οι χώρες των βορείων ακτών να στέλνουν κάθε τρίμηνο βυτία στις χώρες της παντοτινής ξηρασίας. Αμέσως μετά την εκεχειρία του πολέμου για τον έλεγχο του υδροφόρου ορίζοντα είχε συμφωνηθεί παύση εχθροπραξιών για εικοσιεννιά συνεχείς μήνες, δοκιμή στην πράξη του προγράμματος ανταλλαγής ειδών ζωτικής ανάγκης και με τη λήξη επανεξέταση των απαιτήσεων των διαφόρων πλευρών. Και οι ισχυροί με το δάκτυλο στη σκανδάλη, τον αντίχειρα στα διπλά κομβία απασφάλισης.

      Κάποτε στις δύο αντικριστές ακτές ζούσαν οι λαοί της γαλάζιας μοίρας. Τώρα όμως είχε στερέψει το νερό. Τελείωνε γύρω στις αρχές Ιουνίου. Μετά η ζωή βασιζόταν στο υγρό που έφτανε από τις παγωμένες χώρες βορειότερα. Λιωμένο χιόνι. Με βαρύ αντάλλαγμα, το 65% των άνυδρων καλλιεργειών τους. Τροφή για τους αριθμητικά περισσότερους Βόρειους, εκτός από τα λιγοστά λιπόσαρκα ζώα της μαύρης αγοράς.

    Τα πλοία βυτία ήταν τελευταίας τεχνολογίας. Έπλεαν ανακυκλώνοντας συγχρόνως τη θάλασσα πλαστικού και αδόκιμα ονομάζονταν πλαστικοθραυστικά. Το ανακυκλωμένο πλαστικό έπρεπε να συσκευάζεται καλά συμπιεσμένο και να αποστέλλεται στα πάσης φύσης εργοστάσια επαναπαραγωγής. Το περίσσευμα -απομονωμένο και αεροστεγώς σφραγισμένο μικροπλαστικό- εκτοξεύονταν κάθε τετράμηνο εκτός ατμόσφαιρας. Η σελήνη εδώ και πολλά χρόνια σε ρόλο χωματερής του φρικτού πλαστικού τους. Κόστιζαν όλα αυτά, τα ποσά της φορολόγησης σκαρφάλωναν σε δυσθεώρητα ύψη. Όσοι είχαν μπορέσει να πληρώσουν εγκαίρως σπίτια με κατάλληλα συστήματα, πλένονταν με τα φιλτραρισμένα τους ούρα και απόνερα. Οι άλλοι δεν πλένονταν ποτέ. Έτσι κι αλλιώς ζούσαν στη σκόνη και πότιζαν μόνο με λεκανάκια και τάσια γκρίζο νερό. Η αφαλάτωση είχε καταπιεί υπέρογκα κονδύλια∙ τελικά αστόχησε λόγω της πολύ δύσκολα αναστρέψιμης μόλυνσης των υδάτων. Κρίμα γιατί με το λιώσιμο των πάγων στους πόλους είχε ήδη πλημμυρίσει το 17% της παλιά στεριάς. Τέτοιο μόνο νερό περίσσευε.

    Τα βλέμματα ήταν τώρα στραμμένα στον εξωπλανήτη d του Trappist-1. Ένα στα τετρακόσια εβδομήντα παιδιά που έκλεινε τα επτά περνούσε μετά από κλήρωση σε φαρμακευτική νάρκη και μαζί με τα άλλα της γενιάς του, κοιμισμένα σε δορυφόρους υπνωτήρια, έμπαινε σε τροχιά μέχρι οι σκαπανείς να ετοιμάσουν στοιχειωδώς την αποικία διάσωσης. Κατά τη διάρκεια του ύπνου μάθαιναν εσπεράντο και άκουγαν μουσικές της γης. Οι μανάδες ήδη εδώ και μια τριετία θήλαζαν βάσει νόμου τα μικρότερα παιδιά μέχρι τα τέσσερα. Κάθε τροφός αναλάμβανε επιπλέον να αποθηκεύει γάλα και από τους δύο μαστούς για το ημερήσιο δελτίο τριών αρρώστων. Οι θάνατοι από αφυδάτωση ήταν τετραπλάσιοι από τους θανάτους από καρκίνο. Τα τελευταία πενήντα χρόνια οι επιστήμονες κατάφερναν κάθε τόσο να αντιστρέφουν τα αφηνιασμένα κύτταρα, εν τούτοις όλο και κάτι συνέβαινε και νέοι παράγοντες τα τρέλαιναν αλλιώς. Λειτουργούσε πολύ επιβαρυντικά το διαρκές φάσμα της δίψας.

     Στα σχολειά η πρώτη τάξη ήταν αποκλειστικά αφιερωμένη στην εκμάθηση της ορθής εξοικονόμησης του νερού, των πρακτικών ανακύκλωσής του, της ιστορίας της λειψυδρίας και της καλλιέργειας δασών μπονσάι και κατακόρυφων κήπων.

Οι συνειδήσεις είχαν από καιρό μετατοπισθεί.

Τώρα η ζωή κυλούσε αργά μαζί με το λιγοστό νερό τους.

Οι σπάνιες βροχές είχαν ονόματα, όπως παλιότερα οι τυφώνες

                                                          * * *

Παράμ παράμ παράμ γυρνάω χορεύω
τη θάλασσα που αρρώστησε γιατρεύω
 

Παράμ παράμ παράμ παραμυθένιο
ναυάγιο μες στα σύννεφα η σελήνη
Θάλασσα μάνα αρμύρα μου εσύ
γαλάζια μοίρα
θάλασσα μνήμη μαύρο μου ασήμι
πάρ’ την καρδιά μου ..του ανέμου αγρίμι

…………….. 

[αποσπάσματα από στίχους-ποίημα  της Λίνας Νικολακοπούλου]

* Salt Crystal ballet dancer’s costume after being plunged for over two months into the Dead Sea waters. Salt Years is the title of an edition by israeli artist Sigalit Landau.

https://technischerbleistift.blogspot.com/2019/09/blog-post_24.html

 

 

Ticking Clock Sound (Ο Kτύπος του Ρολογιού)

(Η ιστορία διαβάζεται υπό τον ρυθμικό ήχο ρολογιού. Ενεργοποιείστε την εικόνα στο τέλος του κειμένου)
Καθόταν απέναντί της στην αναμονή του ιατρείου. Την έβλεπε όπως κοιτούσε συγκεντρωμένη στο κενό. Ο ίδιος την κοίταζε πλαγίως για να μοιάζει πως κοιτάζει αλλού. Πού να ήταν στραμμένη άραγε εκείνη; Τι είχε στο μυαλό της; Μα τόσην ώρα να μη του δίνει καθόλου σημασία;

Ήταν κι αυτό το επίμονο τικ τακ, που άρχισε πριν λίγο απαλά και τώρα τον ζάλιζε και τον αναστάτωνε. Προς τα πού κοιτάει λοιπόν αυτό το άγνωστο βλέμμα;

Το τικ τακ δυνάμωνε, σχεδόν τον εκνεύριζε – από πού ερχόταν; -,  αυτό το ρολόι στο τοίχο έδειχνε σταματημένο. Ούτε κι αυτή φορούσε ρολόι. Να ‘χε κάποιο κρυμμένο;

Τικ τακ. ΤΙΚ ΤΑΚ ΤΙΚ ΤΑΚ ΤΙΚ ΤΑΚ ΤΙΚ ΤΑΚ.

Ένιωσε άβολα. Πετάχτηκε πάνω αιφνιδιαστικά. Με δυο δρασκελιές τη πλησίασε και την έκανε ν’ αναπηδήσει αλαφιασμένη.

Ακολούθησε τον ήχο, ναι, ήταν κάπου στο σώμα της. Τη στρίμωξε λίγο στ’ αριστερά ν’ ακούσει πιο καθαρά. ΤΙΚ ΤΑΚ ΤΙΚ ΤΑΚ ΤΙΚ ΤΑΚ. Του ξέφυγε κοιτάζοντας αλλού. Ποιόν είχε στο μυαλό της;

Πρέπει να βρει αυτό το ρολόι. Τι ώρα δείχνει; ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ.

Του άρεσε το γατίσιο σώμα της, του άρεσε που ξεγλιστρούσε, του έμοιαζε πως
έπαιζε, τον ερέθιζε ο κίνδυνος που ένιωθε, καθώς πλησίαζε κι απομακρυνόταν από την ήχο της. Εκείνη σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο.

Βγήκε μαζί της στην άγνωστη, σκοτεινή πόλη. Την ένωσε ανάλαφρη σα πουλί.

Δεν άκουγε γύρω του τίποτα, μόνο το επίμονο ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ. Αδιαφόρησε για το μεγάλο ρολόι στο σταθμό του τραίνου, μα και για τ’ άλλα, στη πλατεία, στα ρολογάδικα, στο σχολείο της Αραχώβης, δεν ήταν αυτή η ώρα, που τον ενδιέφερε, ο χρόνος είχε ήδη σταματήσει και τον περίμενε να κάνει αυτός την επόμενη κίνηση.

ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ. Αναρωτήθηκε, τι είδους ρολόι, που ‘ναι κρυμμένο, τι να επιμένει να μετράει ρε γμτ και συνέχισε να την ακολουθεί. Περπάτησαν ώρα πολλή. Την έβλεπε να χει χάσει το παπούτσι της κι ευχόταν να το βρει αυτός να της το δώσει. Λιωμένα ρολόγια κρεμασμένα να στεγνώνουν σε γυμνά κλαριά τον ειρωνεύτηκαν από μια βιτρίνα.

Κάποια στιγμή μάζεψε τις δυνάμεις του, την πλησίασε περισσότερο, τέντωσε το μπράτσο του κι έκλεισε τον ώμο της μέσα στη παλάμη του. Εκείνη στάθηκε στραμμένη πάντα μπροστά.

Ο άγνωστος πλησίασε το κορμί του κι έδεσε γύρω της τα χέρια του τρυφερά. Ακούμπησε το μάγουλο στα μαλλιά της και μισάνοιξε τα χείλη, ψιθυρίζοντας της αμήχανα στ’ αυτί: «Έχεις ώρα;»

ΤΙΚ τικ τικ ΤΑΚ Τικ τικ τακκ ΤΙΚ, τικι τακ τακ τα…κ, ο ήχος ήταν τώρα άτακτος και μεταδόθηκε μ’ ένα ανεπαίσθητο ρίγος σ’ όλο της το σώμα.

«Αν είχε ώρα;»

https://technischerbleistift.blogspot.com/2015/11/ticking-clock-sound.html

© Πουπερμίνα_technischerbleistift.blogspot.com

Αναγόμωση Μνήμης

Julie Schenkelberg _550_CowardlyCorner
 CowardlyCorner by Julie Schenkelberg
(Cleveland, Ohio)

Ξυπνώντας σε περιβάλλον νοσηλείας, διέκρινε δύο μορφές να τριγυρίζουν άηχα φροντίζοντας λεπτομέρειες στον χώρο. Σ’ ένα διπλανό κρεβάτι, μια γυναίκα άφηνε έναν ρυθμικό συριγμό. Άνοιξε τα μάτια. Οι μορφές ένευσαν, η μία πλησίασε τη γυναίκα και τη σκούντησε απαλά. Οροί τούς στάλαζαν ένα αβέβαιο πεπρωμένο. Όταν η γυναίκα ανταποκρίθηκε στο ερέθισμα, οι μορφές –δυο λευκοντυμένες γυναίκες με άκαμπτο κάλυμμα στην κορυφή της κεφαλής– πλησίασαν και κάθισαν συμμετρικά στα πόδια των κρεβατιών τους. Τον λόγο πήρε εκείνη που ήταν καθισμένη απέναντι. Προσπάθησε να διώξει μια διάχυτη ζάλη και να συγκεντρωθεί σ’ αυτά που είχε να τους πει.

 

«Βρίσκεστε, κυρία, κύριε, εδώ, γιατί αγνοήσατε τα προειδοποιητικά μηνύματα κατανάλωσης μνήμης», ήταν τα πρώτα της λόγια. «Οι συσκευές καταγραφής των δεδομένων, που όλοι φοράμε υποχρεωτικά στον αριστερό πήχη κάτω από τον αγκώνα, μας ειδοποιούν πότε η μνήμη μας κορέννυται κρίσιμα και δεν επιτρέπει την ενημέρωση δεδομένων και επιταγών, που αυτόματα υφιστάμεθα όλοι κατά τη διάρκεια του ύπνου μας. Εσείς οι δύο ανήκετε σε εκείνους που δεν φρόντισαν να πετάξουν εγκαίρως προσωπικές αναμνήσεις. Στην οθόνη της συσκευής σας ανεγράφη στις 17 Ιουνίου η φράση: Έχετε Καταναλώσει το Εκατό τοις Εκατό της Μνήμης Σας. Η συσκευή σάς χορήγησε επιτόπου αναισθητικό και ειδικά κλιμάκια νοσηλευτών σάς αναζήτησαν και σας μετέφεραν εδώ. Στο διάστημα 20 Ιουνίου έως 10 Ιουλίου λάβατε την κατάλληλη καθοδήγηση και καταγράψατε λεπτομερώς και χειρόγραφα τις δώδεκα πολυτιμότερες –για τον καθένα– προσωπικές αναμνήσεις. Βρίσκονται στα κομοδίνα σας, εδώ, στα δώδεκα λεπτά τετράδια που βλέπετε σε στοίβες».

Έστρεψε απαλά το κεφάλι και διέκρινε τα τετράδια τακτικά ντανιασμένα στα γειτονικά κομοδίνα του κεντρικού διαδρόμου ανάμεσα στα κρεβάτια τους.

«Κάθε στοίβα έχει τα τετράδια με ανάποδη από πάνω προς τα κάτω σειρά, η πολυτιμότερη ανάμνηση, που καταγράψατε πρώτη, βρίσκεται κάτω. Μετά την καταγραφή υπογράψατε ότι αποδέχεστε την εκκένωση της μνήμης σας, κάτι που έχει ήδη συντελεσθεί. Τώρα θα σας υπνωτίσουμε και θα σας διαβάσουμε – ενσταλάξουμε, με χρωματισμένη εκφορά –καθένας σας έχει την αναγνώστριά του– τις πολύτιμες αναμνήσεις σας, αυτές που διασώσατε. Στη συνέχεια, θα βρεθείτε να ξυπνάτε εκεί όπου η συσκευή έδωσε το σήμα της επιτακτικής αναμόρφωσης. Είστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε;»

Οι ασθενείς ένευσαν κουρασμένα και οι αναγνώστριες διοχέτευσαν ένα κυανό υγρό στους ορούς.

Πέρασαν δέκα λεπτά πριν ανοίξει η πόρτα και εμφανιστεί ένας ψηλόλιγνος άντρας ντυμένος με ιατρική ρόμπα με τεράστιες εξωτερικές τσέπες, από τις οποίες εξείχαν οι απολήξεις άγνωστων μετρητικών και διαγνωστικών οργάνων και μικροσυσκευών. «Μπορείτε τώρα να προχωρήσετε στο πείραμα», είπε βλοσυρά και έριξε μια ματιά στην κάμερα οροφής.

Οι αναγνώστριες έκλεισαν τις κουρτίνες, χαμήλωσαν τα φώτα, φόρεσαν από έναν φακό κεφαλής και κάθισαν ανάμεσα στα κρεβάτια σε διπλανές κολλημένες μπράτσο-μπράτσο καρέκλες. Εκεί στερέωσαν ένα μικροσκοπικό μικρόφωνο στην παρειά τους φροντίζοντας τα ακουστικά της άλλης απόληξης να εφαρμόσουν σωστά στο κεφάλι του ασθενούς τους. Στη συνέχεια, φόρεσαν τις ωτοασπίδες τους. Η καθεμία, εκτελώντας την εντολή του επικεφαλής Μεγάλου Πειραματιστή, πήρε το πρώτο τετράδιο της απέναντι στοίβας. Η ανάγνωση άρχισε παράλληλα. Στο δωμάτιο ακουγόταν –στο βρόντο– μια διπλή εγγραφή. Έπειτα από κάθε ανάμνηση κι αφού περίμενε η αναγνώστρια που τελείωνε πρώτη να ολοκληρώσει και η συνάδελφος, οι αναγνώστριες έκαναν ένα ολιγόλεπτο διάλειμμα και κατά περίπτωση αφαιρούσαν το μικρόφωνο και έπιναν λίγο νερό.

Η διαδικασία προχώρησε ομαλά. Η μνήμη του κάθε ασθενούς γέμιζε σταδιακά με τις πολύτιμες αναμνήσεις του ομοιοπαθούς του. Μετά το ενδέκατο τετράδιο, η κούραση ήταν εμφανής. Οι αναγνώστριες κοίταξαν η μία την άλλη, αφαίρεσαν τα μικρόφωνα, σηκώθηκαν, τα ακούμπησαν στις καρέκλες τους και έκαναν μερικά βήματα στο δωμάτιο για να ξεμουδιάσουν, χωρίς ωστόσο να ανταλλάξουν λέξη και να παραβούν έτσι τους αυστηρούς κανόνες του Ινστιτούτου Διαχείρισης Μνήμης και Εμπειριών. Άλλωστε, η μία επόπτευε έμμεσα τη συνέπεια και ευσυνειδησία της άλλης. Πολύ γρήγορα ξαναπλησίασαν στις κλίνες, έσκυψαν πάνω από τις καρέκλες τους, πήραν τα μικρόφωνα, τα φόρεσαν και ξεκίνησαν την ανάγνωση της πολυτιμότερης ανάμνησης.

Ο ελεγκτής στον διπλανό θάλαμο άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Όλα πήγαιναν σύμφωνα με τις εντολές. Δεν είχε μπορέσει να διακρίνει ότι καθώς έσκυψαν, οι αναγνώστριες πήραν στα χέρια τους και φόρεσαν το μικρόφωνο η μια της άλλης.

Όταν τελείωσε η ανάγνωση, οι αναγνώστριες αφαίρεσαν και τακτοποίησαν όλο τον εξοπλισμό, αέρισαν το δωμάτιο, άλλαξαν τους ορούς, έκαναν εντριβές στους κροτάφους και τις άκρες χειρός των ασθενών τους, χαιρετήθηκαν τυπικά με νεύμα της κεφαλής και εγκατέλειψαν τις εγκαταστάσεις του Ινστιτούτου προς αντίθετη κατεύθυνση.

Σε τρεις ημέρες θα συνομιλούσαν στις εσχατιές του διαδικτύου σε ομαδική βιντεοκλήση των μελών της μυστικής οργάνωσης Ασύνορες Εμπειρίες, τέτοιες που μόνο μια προσεκτική αλλά και προσεγμένη ανάγνωση μπορεί να προσφέρει σε σκοτεινούς καιρούς.

Πρώτη δημοσίευση στο Diastixo

Σώμα Δρομέων L-πίδας

(Blade Runners)
Το λευκό πόδι ξεμύτισε δειλά απ’ τα σκεπάσματα. Πόδι καλογραμμένο, γλυπτικό, με τα μετατάρσια οστά να διαγράφονται σε άψογη διάταξη, τα οστεώδη δάκτυλα να διεκδικούν προσωπικότητα και τη γενναιόδωρα πλασμένη καμάρα να προμηνύει δυνατότητες απογείωσης. Τι τα θες; Κάποιες προϋποθέσεις εν πάσει περιπτώσει, ευοίωνες. Η κνήμη κινήθηκε ακτινωτά, περιγράφοντας ένα τεταρτοκύκλιο και το γόνατο λύγισε στην αναζήτηση του πέλματος για το πάτωμα.

Με την πρώτη επαφή έγινε σαφές, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Αντί για την αναμενόμενη αίσθηση της ηπιότητας της ξύλινης επιφάνειας όλα τα όργανα του σώματος ένιωσαν στη κοινή τους γυμνή θύρα, εκείνη του άκρου ποδός, την απειλή ενός πρωτοφανούς περιβάλλοντος. Θρύψαλα. Αιχμηρά, οχληρά, εχθρικά-θρύψαλα. Το αριστερό μάτι μισάνοιξε για έλεγχο. Θρύψαλα. Ο κόσμος κομμάτια. Σμπαράλια μισοαναγνωρίσιμων προηγούμενων μορφών. Πλέον και στην αποβραδίς ασφαλή κρεβατοκάμαρα. Κι έτσι τίποτα δεν αναχαίτισε τις φωνές, να ξεχυθούν από κάθε φωλιά του κρανίου και να αλώσουν τον κενό χώρο του μέχρι προ τινός κοιμισμένου μυαλού. Φωνές απαιτητικές, μισόλογα, σπαράγματα σκέψεων, ψίθυροι υποσχέσεων, εντολές, ιδέες, απαγορεύσεις, παραινέσεις, μνήμες, αποτυπώματα αισθήσεων, μια οχλοβοή διαγκωνιζόμενων  προτεραιοτήτων παρήγαγε έναν εντεινόμενο θόρυβο, ένα ανοδικά ταλαντούμενο ηχητικό κύμα, ένα σιωπηρά εκκωφαντικό εσωτερικό αποτέλεσμα.

Καπάκι ήρθε ο τρόμος της καταδίωξης. Ήξερε καλά, ότι ένας από τους Δρομείς θα ήταν ήδη στο κατόπι του μυστικού ήχου. Θα είχε ανιχνεύσει την ένδον παραγόμενη βοή και θα πλησίαζε να εξολοθρεύσει τον φορέα της.

Οι Δρομείς της Λεπίδας (στο ευρύ κοινό γνωστοί ως Blade Runners) αποτελούσαν ένα σώμα επίλεκτων διωκτών δημιουργών προσωπικών θορύβων. Θορύβους τύπου Χ-ΠΘ κατά το Σύνταγμα αποτελούσαν οι πρωτότυπες προσωπικές αναμνήσεις, οι εμμονές αλλά και οι δημιουργικές εμπνεύσεις, οι επανερχόμενες καθηλώσεις και οι επιχειρούμενες νοητικές αντιστάσεις, οι επίβουλες διεκδικήσεις νοήματος. Αντίθετα οι κεντρικά παραγόμενοι στοχευμένα παραχθέντες ήχοι-ομπρέλες των συνοικιών και των μονάδων παραγωγής ήταν οι αποδεκτοί και έπρεπε να βρίσκουν δεκτικούς λήπτες των εκπεμπόμενων σημάτων.

(συνεχίστε την ανάγνωση) >Ολόκληρο το κείμενο στον σύνδεσμο

https://technischerbleistift.blogspot.com/2015/02/l.html