σε ανατολής ορμή ενάντια
νωχέλεια με ρουφάει το ηλιοβασίλεμα·
Ω, δύει, ως κάποτε έδυσε αθόρυβα
η α γ ά π η σ ο υ
κι εγώ ρεμβάζω ειρηνικά
μα όπως απέναντι θωρώ,
(χάσμα ανάμεσα πελάγου)
και πάλι την προσμένω
ν’ α ν α τ ε ί λ ε ι
-ζωοδότρα, αυξητικά θερμή
πλανεύτρα, γιατρικιά-
βαθιά στη μόνη βεβαιότητα πως
ο ή λ ι ο ς
δε με πρόδωσε ποτέ
