Σαλπάρει η τσαγιέρα απλά

Αργά το απομεσήμερο με κορεσμένη τη ζέστη φόρεσε τη μαλακή γόμα και σφυρίζοντας φάλτσα ξανοίχτηκε στ’ άσφαλτα.
Πίσω στο τριάρι οι κράσεις είχανε ζευγαρώσει παράταιρες κι οκνές. Στη τζέπη την έκαιγε η νέα φόρμουλα κλωγμού ενός στίχου.
Στον πλανόδιο της κλειστής στροφής αγόρασε μιαν ιδρωμένη γερμανικιά φραντζόλα από κείνες που η γλώσσα τις ακούει για κορμί.
Πιο κάτω δεν πρόσεξε, όπως την τύλιξαν τα μελιτζανιά της πλατείας Βικτωρίας. Ας είναι, ίσως να βρει τον τρόπο να ξεπλυθεί στην aqua του πηλού, μισοσκέφτηκε.

Η σιωπή ως ηχείο διαιώνιζε το στιγμιαίο.

Θα λιώσουν τα λάστιχα απόψε, ψιθύρισε, σαν την καμάρωσε, ο Βαρνάβας στη γρίλια, πριν διαλυθεί μεσ’ τις τολύπες της πεισματάρας λύπης του.
Το τσάι κρύωσε και σφάλισε.


[Σαλπάρει η τσαγιέρα απλά,
Μηχανικό Μολύβι, Ιούλης 2022]
(Artwork by Andrea and John Gill)

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s