(Θητεία στην υπέρβαση)
Δεκαπέντε χρονών και διάβαζε ήδη έξι χρόνια ποίηση. Ήταν μοιρασμένος ανάμεσα σε δυο αγοροπαρέες, τους διαβαστερούς και τα αλάνια. Με τους πρώτους περπατούσαν στο πάρκο ή έμπαιναν στο τρένο και κατέβαιναν σε τυχαίο προορισμό, για να περιπλανηθούν απαγγέλοντας στίχους ή αποφθέγματα. Ήταν δύο δίδυμοι γυαλάκηδες με σταφυλόκοκκο και δεν σήκωναν, γιατί δεν άντεχαν, περισπασμούς. Με τους άλλους τον ένωναν η μπάλα και οι γκόμενες. Μέχρι που διακινδύνευσε να δοκιμάσει και αυτονών τις αντοχές. Ξεκίνησε αφήνοντας εκεί που άλλαζαν τα ρούχα τους έναν Ρίτσο. Κάνα δύο σήκωσαν το βιβλίο, ξεφύλλισαν και χωρίς να διαβάσουν επικρότησαν την πολιτική του στράτευση, απόηχο μιας συζήτησης στην τάξη. Μετά δοκίμασε κάτι διδακτικό και αυστηρά έμμετρο. Πρόκυψε μέχρι και σύντομη απαγγελία στο ημίχρονο, αν και με πολλά κομπιάσματα, κυρίως αλλεπάλληλα δείγματα σοβαρής αδυναμίας στη μουσικότητα της εκφοράς.Και τέλος έπαιξε τα ρέστα του. Κι ο ίδιος ζοριζόταν και αμφέβαλε, διάβαζε και ξαναδιάβαζε κι εκεί που νόμιζε ότι κάτι γράπωνε, σκόνταφτε σε αιφνιδιαστικές άγνωστες λέξεις. Ωστόσο μια σειρήνα, πότε παιδίσκη άγουρη, πότε μοιραία κόρη, επέμενε ανάμεσα στις γραμμές και του μηνούσε, εδώ, εδώ έχει ψωμί! Σε μιαν εκδρομή για φιλικό αγώνα απέναντι στην ομάδα εφήβων της Χαλκίδας ξύπνησε νωρίς, άφησε δίπλα σε κάνα δυο ξεπίτηδες τσαλακωμένα χαρτονομίσματα έναν Κακναβάτο και κατηφόρισε χαλαρά προς τη θάλασσα. Σε ρεπό -μιαν ολόκληρη μέρα- γιατί αποβραδίς είχαν πάρει τους ντόπιους 8-5. Για την Αθήνα θα έφευγαν το άλλο πρωί. Περπάτησε στην προκυμαία και αναρωτήθηκε, πως θα ήσαν όλοι τους σήμερα, αν κατοικούσαν μόνιμα εδώ από παιδιά. Θα ‘χανε, λέει, οι πέντε τους για παρατσούκλια ποτάμια, Μανικιάτης, Κηρέας, Λήλαντας, Νηλέας, Πλατανιστός. Αφαιρέθηκε.Γυρίζοντας για κολατσιό άκουσε ξέφρενα γέλια ήδη στρίβοντας στο στενό. Καθώς ανέβαινε τη σκάλα ένιωσε τη μυρωδιά καπνού. Έσπρωξε απαλά την πόρτα στο δωμάτιο και κρυφοκοίταξε. Μισόγυμνοι ο Γιάννης κι ο Μήτσος χόρευαν τελετουργικά γύρω από ένα μεγάλο πήλινο πιάτο γλάστρας, όπου άναβε φωτιά. Ο Βαγγέλης γονατισμένος στο πάτωμα την τάιζε με γυάλινο βλέμμα μία – μία σκισμένες σελίδες και ο Παντελής με φορεμένο το σεντόνι χλαμύδα απήγγειλε σκαρφαλωμένος στο κομοδίνο ξεκάρφωτους στίχους από ό,τι είχε απομείνει απ’ το βιβλίο του.
άλλο απ’ το παραλήρημα δε σου ‘μεινε φυσίγγι/
το όσο σέρνει στο θαλάμι ο πολύποδας/
είπα πως θα’ σαι συ μια κωδωνοκρουσία μεσίστια/
μήγαρις βγω από νερά αλλοιωμένος/
λογισμέ μου αρχάγγελε/
χύνονται κάλυκες τα πεζοκεφαλαία στην άσφαλτο/
κατεβατό από πουρί της γόρτυνας/
κι ο λίθος έγκαυμα/
στον εξοχότατο κανάγια
ξόρκιζε στεντόρεια, ο Παντελής, o,τι τους ξέσκιζε τη φέρουσα ικανότητα.Σκιάχτηκε άσχημα σαν τους είδε τόσο αρπαγμένους. Ναι, εδώ κατά πως έδειχνε είχε -ανάλογα την πείνα- πολύ ψωμί. Έκανε άλλα δεκαοκτώ χρόνια να ξοδευτεί πάλι για Κακναβάτο ο Δ. Περίμενε να μποσικάρουν πρώτα λιγουλάκι οι σφιγμένες στα ανιαρά κι ανίερα θρανία βίδες του. Στίλβωνε άλλους στίχους στην καρδιά του.
Αργά ως το μάνταλο, της ώχρας γιος, έμπαζε ο νους
_____________________________________________________Α ν ω ν ύ μ ω ς

Πρώτη δημοσίευση στο παρθενικό τεύχος του περιοδικού Ανωνύμως (Ιούνιος 2021, Bibliotheque). Αναδημοσιεύεται για πρώτη φορά μετά την κυκλοφορία και του δεύτερου φθινοπωρινού τεύχους του περιοδικού.[Αναζητείστε τα τεύχη του Περιοδικό Ανωνύμως, πρόκειται για εξαιρετικής αισθητικής και ποιότητας έκδοση κι ευχαριστώ θερμά τους συντελεστές για την συμπερίληψη]. Ένα αληθινό περιστατικό -σε ελεύθερη απόδοση-, αφήγηση βιβλιοπώλη επί τη ευκαιρία αγοράς της συγκεντρωτικής έκδοσης ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943-1987 (Άγρα)Οι στίχοι αντλήθηκαν από την ως άνω έκδοση των Εκδόσεις Άγρα και είναι μεμονωμένοι αυθεντικοί στίχοι του ποιητή (στο πρωτότυπο σε πολυτονικό ) σε αυθαίρετη παράθεση.
(Από την Πουπερμίνα – Μηχανικό Μολύβι)