
Σε αναμονή ώρας καλοκαιριού
οι άντρες να κλωτσούν ολόγυμνοι
ξανά μια μπάλα σε μπουλούκι
(μα η πλαγιά δεν την κρατά)
κι όχι για τη ραθυμία, όπως
διπλώνει μου τις κνήμες στα ζερβά
εκεί μπροστά που σκάει το κύμα
μήτε για ένα μεταξωτό μωρό
ανιχνευτή των σκαθαριών στην άμμο∙
μια-δυο γυναίκες παραδίπλα το ήξερα
κι εκείνες πως χασομερούν
ενώ μία στιγμή μόλις πιο πριν η απειλή
ανηφόριζε το χωματόδρομο
μέσα στα μαύρα
ήρθε και πάλι η εποχή
που καταδιώκουν μας
φυγάδες στα βουνά
—μ’ όπλα διαγώνια στα κορμιά
μπότες βαριές—
κρησφύγετο ορατό
στην καταιγίδα
όμως η θάλασσα μια πάει βαθιά
μία έρχεται και
πριν με βρέξει την πίνει η γης
ανάμεσα σε κόκκους
σμιλεμένου μπετονίτη
κι όλα επιστρέφουν σε απαρχές
και όλα χάνονται στο μέλλον
χωρίς γιατί
χωρίς θεό
θέλω μα δε
θα καταλάβω
Ιούλιος 2020, Πουπερμίνα