(Η ιστορία διαβάζεται υπό τον ρυθμικό ήχο ρολογιού. Ενεργοποιείστε την εικόνα στο τέλος του κειμένου)
Καθόταν απέναντί της στην αναμονή του ιατρείου. Την έβλεπε όπως κοιτούσε συγκεντρωμένη στο κενό. Ο ίδιος την κοίταζε πλαγίως για να μοιάζει πως κοιτάζει αλλού. Πού να ήταν στραμμένη άραγε εκείνη; Τι είχε στο μυαλό της; Μα τόσην ώρα να μη του δίνει καθόλου σημασία;
Ήταν κι αυτό το επίμονο τικ τακ, που άρχισε πριν λίγο απαλά και τώρα τον ζάλιζε και τον αναστάτωνε. Προς τα πού κοιτάει λοιπόν αυτό το άγνωστο βλέμμα;
Το τικ τακ δυνάμωνε, σχεδόν τον εκνεύριζε – από πού ερχόταν; -, αυτό το ρολόι στο τοίχο έδειχνε σταματημένο. Ούτε κι αυτή φορούσε ρολόι. Να ‘χε κάποιο κρυμμένο;
Τικ τακ. ΤΙΚ ΤΑΚ ΤΙΚ ΤΑΚ ΤΙΚ ΤΑΚ ΤΙΚ ΤΑΚ.
Ένιωσε άβολα. Πετάχτηκε πάνω αιφνιδιαστικά. Με δυο δρασκελιές τη πλησίασε και την έκανε ν’ αναπηδήσει αλαφιασμένη.
Ακολούθησε τον ήχο, ναι, ήταν κάπου στο σώμα της. Τη στρίμωξε λίγο στ’ αριστερά ν’ ακούσει πιο καθαρά. ΤΙΚ ΤΑΚ ΤΙΚ ΤΑΚ ΤΙΚ ΤΑΚ. Του ξέφυγε κοιτάζοντας αλλού. Ποιόν είχε στο μυαλό της;
Πρέπει να βρει αυτό το ρολόι. Τι ώρα δείχνει; ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ.
Του άρεσε το γατίσιο σώμα της, του άρεσε που ξεγλιστρούσε, του έμοιαζε πως
έπαιζε, τον ερέθιζε ο κίνδυνος που ένιωθε, καθώς πλησίαζε κι απομακρυνόταν από την ήχο της. Εκείνη σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο.
Βγήκε μαζί της στην άγνωστη, σκοτεινή πόλη. Την ένωσε ανάλαφρη σα πουλί.
Δεν άκουγε γύρω του τίποτα, μόνο το επίμονο ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ. Αδιαφόρησε για το μεγάλο ρολόι στο σταθμό του τραίνου, μα και για τ’ άλλα, στη πλατεία, στα ρολογάδικα, στο σχολείο της Αραχώβης, δεν ήταν αυτή η ώρα, που τον ενδιέφερε, ο χρόνος είχε ήδη σταματήσει και τον περίμενε να κάνει αυτός την επόμενη κίνηση.
ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ ΤΙΚ. Αναρωτήθηκε, τι είδους ρολόι, που ‘ναι κρυμμένο, τι να επιμένει να μετράει ρε γμτ και συνέχισε να την ακολουθεί. Περπάτησαν ώρα πολλή. Την έβλεπε να χει χάσει το παπούτσι της κι ευχόταν να το βρει αυτός να της το δώσει. Λιωμένα ρολόγια κρεμασμένα να στεγνώνουν σε γυμνά κλαριά τον ειρωνεύτηκαν από μια βιτρίνα.
Κάποια στιγμή μάζεψε τις δυνάμεις του, την πλησίασε περισσότερο, τέντωσε το μπράτσο του κι έκλεισε τον ώμο της μέσα στη παλάμη του. Εκείνη στάθηκε στραμμένη πάντα μπροστά.
Ο άγνωστος πλησίασε το κορμί του κι έδεσε γύρω της τα χέρια του τρυφερά. Ακούμπησε το μάγουλο στα μαλλιά της και μισάνοιξε τα χείλη, ψιθυρίζοντας της αμήχανα στ’ αυτί: «Έχεις ώρα;»
ΤΙΚ τικ τικ ΤΑΚ Τικ τικ τακκ ΤΙΚ, τικι τακ τακ τα…κ, ο ήχος ήταν τώρα άτακτος και μεταδόθηκε μ’ ένα ανεπαίσθητο ρίγος σ’ όλο της το σώμα.
«Αν είχε ώρα;»
https://technischerbleistift.blogspot.com/2015/11/ticking-clock-sound.html
© Πουπερμίνα_technischerbleistift.blogspot.com
Κάπως έτσι καταργείται ο χρόνος.
LikeLike
Ευχαριστώ για το σχόλιο, το έχω δει, μα δεν απάντησα (λόγω καταργημένου χρόνου;) ποτέ!
LikeLike